Τώρα που σκουραίνουνε τα μάτια
Και τώρα που σκουραίνουνε τα μάτια,
θα δεις την αλήθεια καθαρά.
Πάντα μαύρα ήθελαν να ΄ναι.
Και να πετάνε...
Για να μην τσακίζονται ξανά και ξανά
απο κείνον τον γκρίζο, απόκρημνο βράχο.
Εκεί που τραγούδησες, ή ούρλιαξες τον πόνο σου
και ένα αέρινο μαστίγιο, ξέρασε το τραγούδι σου πίσω.
Στο πρόσωπο σου.
Ούτε η ασπίδα των δακρύων σου, δεν σε προφύλαξε.
Κι έλεγε το τραγούδι σου:
Μες στα νερά, η λάμψη τους εχάθη
Ή στα ουράνια, ή στης θάλασσας τα βάθη
Κλέψαν μιας νυχτερίδας τα φτερά
Ενός λυγμού την σκοτεινή δροσιά
Απλόχερα σαν χάριζαν, την άγρια ομορφιά τους
Της ίριδας τα χρώματα, λάμπαν την μοναξιά τους
Σκέψη δεν είχες δεύτερη και φόβο μην νυχτώσει
Μάτια απ΄ τον ήλιο πιο λαμπρά, ποιος τάχα θα σκοτώσει
Κι ήρθα παιδί, νυχτέρι εγώ του κόσμου
Μάτια σου είπα, δίχως ήλιο δώσμου
Μάτια σκοτεινιασμένα σαν κι εμένα
Μάτια της νύχτας, μα όχι μάτια ξένα
Αυτή την άδολη φωτιά, λευκή και μεταξένια
Της ίριδας τα χρώματα, ξεθώριασαν σβυσμένα
Σκέψη δεν είχες δεύτερη και φόβο μην νυχτώσει
Τα μάτια σου τα σκοτεινά μου είχες παραδώσει
Και τώρα που σκουρήνανε τα μάτια, άλλαξε και το χαμόγελό σου...
Ξεράθηκε σαν αυτό το λουλούδι, που κρατούσες
για χρόνια σ΄ εκείνο το βιβλίο, να δείς πως το λέγανε, α ναι,
Αισθηματική Αγωγή.
Και οι μνήμες σου, γίνανε πεταλούδες.
Τις ψάχνεις απο Ιούνη μέχρι Σεπτέμβρη, κοντά στον
Καλαμώνα της Ρόδου, με μια απόχη χωρίς δίχτυ.
Γιατί δεν θέλεις να τις φυλακίσεις. Να τις δείς θέλεις μόνο...
- Δεν είμαι τρελλή, επιμένεις.
- Απλά, να... Τα μάτια μου σκοτείνιασαν.
Και μ΄ αυτά τα λόγια, βγάζεις το ξερό σου χαμόγελο απο το βιβλίο.
Ευωδιάζει ο τόπος. Δεν θα χάσει ποτέ πια το άρωμα του.
Και λες ευτυχισμένη:
- Τα μάτια μου σκοτείνιασαν. Και μπορώ να αντικρύσω τον ήλιο
χωρίς να τα κλείνω πια...
Έτσι, κρατώντας μια πεταλούδα στο χέρι σου,
απομακρύνεσαι σιγοτραγουδώντας...
Μες στα νερά, η λάμψη τους εχάθη
Ή στα ουράνια, ή στης θάλασσας τα βάθη
Κλέψαν μιας νυχτερίδας τα φτερά
Ενός λυγμού την σκοτεινή δροσιά...
θα δεις την αλήθεια καθαρά.
Πάντα μαύρα ήθελαν να ΄ναι.
Και να πετάνε...
Για να μην τσακίζονται ξανά και ξανά
απο κείνον τον γκρίζο, απόκρημνο βράχο.
Εκεί που τραγούδησες, ή ούρλιαξες τον πόνο σου
και ένα αέρινο μαστίγιο, ξέρασε το τραγούδι σου πίσω.
Στο πρόσωπο σου.
Ούτε η ασπίδα των δακρύων σου, δεν σε προφύλαξε.
Κι έλεγε το τραγούδι σου:
Μες στα νερά, η λάμψη τους εχάθη
Ή στα ουράνια, ή στης θάλασσας τα βάθη
Κλέψαν μιας νυχτερίδας τα φτερά
Ενός λυγμού την σκοτεινή δροσιά
Απλόχερα σαν χάριζαν, την άγρια ομορφιά τους
Της ίριδας τα χρώματα, λάμπαν την μοναξιά τους
Σκέψη δεν είχες δεύτερη και φόβο μην νυχτώσει
Μάτια απ΄ τον ήλιο πιο λαμπρά, ποιος τάχα θα σκοτώσει
Κι ήρθα παιδί, νυχτέρι εγώ του κόσμου
Μάτια σου είπα, δίχως ήλιο δώσμου
Μάτια σκοτεινιασμένα σαν κι εμένα
Μάτια της νύχτας, μα όχι μάτια ξένα
Αυτή την άδολη φωτιά, λευκή και μεταξένια
Της ίριδας τα χρώματα, ξεθώριασαν σβυσμένα
Σκέψη δεν είχες δεύτερη και φόβο μην νυχτώσει
Τα μάτια σου τα σκοτεινά μου είχες παραδώσει
Και τώρα που σκουρήνανε τα μάτια, άλλαξε και το χαμόγελό σου...
Ξεράθηκε σαν αυτό το λουλούδι, που κρατούσες
για χρόνια σ΄ εκείνο το βιβλίο, να δείς πως το λέγανε, α ναι,
Αισθηματική Αγωγή.
Και οι μνήμες σου, γίνανε πεταλούδες.
Τις ψάχνεις απο Ιούνη μέχρι Σεπτέμβρη, κοντά στον
Καλαμώνα της Ρόδου, με μια απόχη χωρίς δίχτυ.
Γιατί δεν θέλεις να τις φυλακίσεις. Να τις δείς θέλεις μόνο...
- Δεν είμαι τρελλή, επιμένεις.
- Απλά, να... Τα μάτια μου σκοτείνιασαν.
Και μ΄ αυτά τα λόγια, βγάζεις το ξερό σου χαμόγελο απο το βιβλίο.
Ευωδιάζει ο τόπος. Δεν θα χάσει ποτέ πια το άρωμα του.
Και λες ευτυχισμένη:
- Τα μάτια μου σκοτείνιασαν. Και μπορώ να αντικρύσω τον ήλιο
χωρίς να τα κλείνω πια...
Έτσι, κρατώντας μια πεταλούδα στο χέρι σου,
απομακρύνεσαι σιγοτραγουδώντας...
Μες στα νερά, η λάμψη τους εχάθη
Ή στα ουράνια, ή στης θάλασσας τα βάθη
Κλέψαν μιας νυχτερίδας τα φτερά
Ενός λυγμού την σκοτεινή δροσιά...
Photo: Gris Nez (by Myriam Casimon) - worldisround.com
anthrakoryxos © 10-01-2007 @ 03:40
anthrakoryxos © 10-01-2007 @ 03:40