Momentito

31 Μαρ 2007

Συρμάτινες Νύχτες

Ακούω τα βράδυα φωνές απο σύρμα
Τυλίγουν αγάπες, ματώνουν ψυχές
Και σαν ξημερώνει μου λένε τι κρίμα
Ελεύθερος να ΄σαι μπορείς μα δε θες


Κοιμάμαι για λίγο ο ήλιος σαν βγαίνει
Και μ΄ όνειρο κόβω μια στάλα ψυχή
Για λίγο γελάει και λίγο ανασαίνει
Η νύχτα σαν θα ΄ρθει πεθαίνει κι αυτή


Γιατί μου μιλάτε συρμάτινες νύχτες
Συνήθως τις νύχτες ο κόσμος κοιμάται
Συρμάτινες νύχτες, γιατί με πονάτε


Αρπάζω μια λέξη στο πρώτο σκοτάδι
Της δίνω ένα δάκρυ, γλυκά την ποτίζω
Δειλά τη φιλάω της δίνω ένα χάδι
Κι αυτή με τρυπάει το αίμα μου γκρίζο


Το άδειο κρεβάτι κοιτάω και σωπαίνω
Φωνές το τυλίγουν κι απόψε κι εγώ
Για άλλη μια νύχτα τον πόνο υφαίνω
Ως να ξημερώσει και να κοιμηθώ



Κι αν δεν σας μιλάω συρμάτινες νύχτες


Συνήθως τις νύχτες στον πόνο μιλάω


Συρμάτινες νύχτες και τ΄ άστρα κοιτάω








photo 1: From www.eriding.net/media/photos/warfare/caen_mem...
Photo 2 : ''at night'' by sascha Z.

26 Μαρ 2007

Πόλη μου ψεύτικη



Άσε να σου πω, πόλη μου ψεύτικη
Ότι χάνομαι στους δρόμους και κουρνιάζω σε παγκάκια
Πως τα βήματα μου σέρνω, πως μ΄ αρέσει να σε παίρνω
Χέρι – χέρι ανάμεσα, στα τυφλά σου ανθρωπάκια

Στην τσέπη μου σε κουβαλώ, πόλη μου ψεύτικη
Τριαντάφυλλο απο κήπο, στη βουή σου ποτισμένο
Χαλίκια, χαλικάκια, μες στα βρώμικα ρυάκια
Κεραμίδι κόκκινο, σε μι΄ άκρη σου σπασμένο

Το κάστρο σου ετοιμόρροπο, πόλη μου ψεύτικη
Πολλά τα χρόνια πάνω σου, σε λιώνουν σε γερνάνε
Σε χτίζουν σε κλαδεύουνε, σε πνίγουν και σε κλέβουνε
Κι οι ίδιοι που σ΄ αγόρασαν, οι ίδιοι σε πουλάνε

Άσε με να σου πω, πόλη μου ψεύτικη
Όλοι στη ράχη σου γλιστράν, ξανά θέλουν ν΄ ανέβουνε
Το χώμα σου πατάνε, τις πόρτες σου χτυπάνε
Κι απο την ξενιτιά της μοναξιάς τους, σ΄ αγναντεύουνε



*Photo: ''The Village Fountain'' by jermilex

21 Μαρ 2007

Ξοφλημένο μου αγγελούδι...



Κάποτε με συνόδευες τις νύχτες
Φτερούγιζες στο πλάι μου στους δρόμους
Και έδιωχνες της λύπης ταχυδρόμους
Σαν έρχονταν φιλί για να μου δώσουν

Φόραγες τα λευκά σου και πετούσες
Έλαμπες με μια απόκοσμη ομορφιά
Κρατούσες μια χαρούμενη καρδιά
Στην Πατησίων σαν με συναντούσες

Ξοφλημένο μου αγγελούδι
Πως μαδήσαν τα φτερά σου
Στο θλιμμένο μου τραγούδι
Πια μαντεύω τη σκιά σου

Κάποτε με κρατούσες απ΄το χέρι
Μου ΄στρωνες φιλιά, να κοιμηθώ
Ψυθίριζες εγώ θα σ΄αγαπώ
και οι νύχτες γινόταν μεσημέρι

Σ΄ έχασα ξαφνικά, θα ΄τανε Μάρτης
Πίναμε σ΄ ένα κρύο καπηλειό
Μα εγώ τα βράδυα ακόμη σου μιλώ
Στον καθρέφτη, των ματιών σου ο χάρτης

Μεθύσαμε κι οι δυό απ΄τη ζωή
Εγώ έμεινα, για πάντα μεθυσμένος
Κι εσύ απ΄ το πιοτό, καταραμένος
Πέταξες του αγγέλου, τη στολή

13/03/06


As soft as now severe, our temper chang'd
Into their temper; which must needs remove
The sensible of pain. All things invite
To peaceful Counsels, and the settl'd State
Of order, how in safety best we may
Compose our present evils, with regard
Of what we are and where, dismissing quite
All thoughts of Warr: ye have what I advise.

From ''Paradise Lost'' by John Milton (Book 2)


Photo by Raquel Giffard (Cemetery in Rome)

12 Μαρ 2007

Μάρμαρα του ονείρου




Εγώ έχω σταματήσει πια τις λέξεις να σκαλίζω


Για να γενούν αθάνατες, στα μάρμαρα του ονείρου


Μον΄ τις μπαρκάρω αταίριαστες, σε άγνωστα λιμάνια


Φορώντας τα κουρέλια τους κι ένα φιλί τους δίνω





Εγώ έχω σταματήσει πια στους δρόμους να γυρίζω
Παρά γελώ σαν τους κοιτώ, υγρούς και κουρασμένους
Απ΄ τα χιλιάδες βήματα που χρόνια τους στοιχειώνουν
Κι απο μακρυά με τη ματιά, τον στοιχειωμό τους πίνω



Πλανιέμαι σε μια θάλασσα, ξανοίγομαι κι αφρίζω
Κι αν θυμηθώ τον έρωτα, αγγίζω τον βυθό της
Με χούφτες απ΄ την άμμο του, με πλάθω, αλμύρα κλαίω
Στους θάμνους και στα φύκια του να ξεχαστώ μ΄ αφήνω


Εγώ έχω σταματήσει πια τον πόνο ν΄ αντικρίζω
Αφού το σώμα του έκανα, δικό μου κι ούτε αντέχω
Το σώμα αυτό να το θωρώ, σαν η καλή μου να ΄ναι


Μόνο τις νύχτες μου άγρυπνες, μέσα του θε να σβύνω...






9 Μαρ 2007

Ο Κύριος Χαμόγελος





Σαν περπατά μες στη βροχή, όλα καλά

κι αν τα παπούτσια του είναι τρύπια δεν πειράζει

να πλατσουρίζει στα νερά δεν τον τρομάζει

τον κύριο Χαμόγελο


κι αν στο κατόπι του γαβγίζουν τα σκυλιά

ποτέ μια πέτρα να τους ρίξει δεν αρπάζει

μονάχα στέκεται κι όλο τα κάνει χάζι

ο κύριος Χαμόγελος


μες στην πλατεία τα παιδιά τον κυνηγάνε

κάποιο τον κλώτσησε θυμάται στ΄ αχαμνά

ήταν περίεργο να δεί αν θα πονά

Ο κύριος Χαμόγελος


δίπλα του αδιάφοροι σκυφτοί τον προσπερνάνε

κοστούμια, άνθρωποι γεμάτοι παγωνιά

και σημασία δεν του δίνουνε καμμιά

του κύριου Χαμόγελου


Μόνο Χριστούγεννα κρυμμένος μένει μόνος

μες στην πλατεία Αβυσσηνίας κρυφό μαράζι

ανάμνηση έχει που τον τρώει και τον τρομάζει

τον κύριο Χαμόγελο


ο πιο μεγάλος έρχεται παλιός του πόνος

είχε μια αγάπη και θυμάται να της τάζει

πάντοτε να γελά, να λέει δεν πειράζει


ο κύριος Χαμόγελος, αχ κύριε Χαμόγελε

The Ferryman has been paid






Η αγωνία

κύλησε βουβά, δίπλα στο κέρμα, που έπεσε απο τα ροζιασμένα δάχτυλα.

Έτρεξε για λίγο πίσω του.

Μόλις το είδε να χάνεται μέσα στον μαύρο μανδύα του βαρκάρη, γύρισε τρέχοντας,

εκεί που πάντα ήταν, στην ψυχή.

Μετά απο ελάχιστα δευτερόλεπτα, κερματισμένη η ψυχή ,

κύλησε προς τον μαύρο μανδύα του βαρκάρη.

Και ο μόνος ήχος που ακουγόταν, ήταν ο ήχος που κάνει το κουπί,
χτυπώντας πότε απαλά, πότε αλύπητα
την επιφάνεια του νερού...

7 Μαρ 2007

Πορτραίτο


Χλωμός κοιτάζει ο τοίχος το κερί
κι εκείνο το παράξενο πορτραίτο

που φόρτωσαν στην πλάτη του βαρύ
δέκα χρονιές το κουβαλάει και φέτο


στέκουν και το κοιτάζουν τα πουλιά
στο σπίτι τα παράθυρα μεγάλα
μια κόρη που κατέβαινε τη σκάλα
παραδεισένια που ΄χε ομορφιά


στη σάλα που οδηγούν τα σκαλοπάτια
χορεύουν μαύροι κύκνοι λυπημένοι
μα η λύπη που η κόρη έχει στα μάτια
του κόσμου όλες τις χαρές σωπαίνει


οι τοίχοι που στην πλάτη τους την πήραν
γίνανε σκόνη, πέτρες κι ουρλιαχτό
κι όλοι όσοι την αγάπησαν και γείραν
πλάι στο μεταξένιο της φουρό


τέσσερα σκαλοπάτια πριν να φτάσει
στον ένα της και μόνο αγαπημένο
την ακριβή ζωή της είχε χάσει
κι έφυγε για ταξίδι λυπημένο


κι εκείνος που σταμάτησε η καρδιά του
στο τέταρτο της μοίρας σκαλοπάτι
έκανε μαύρους κύκνους τα όνειρά του
και τη στιγμή πορτραίτο πάνω απ΄ το κρεβάτι


Χλωμός κοιτάζει ο τοίχος το κερί
κι εκείνο το παράξενο πορτραίτο
που φόρτωσαν στην πλάτη του βαρύ
δέκα χρονιές το κουβαλάει και φέτο.

4 Μαρ 2007

Τώρα που σκουραίνουνε τα μάτια




Και τώρα που σκουραίνουνε τα μάτια, θα δεις την αλήθεια καθαρά.
Πάντα μαύρα ήθελαν να ΄ναι.
Και να πετάνε...
Για να μην τσακίζονται ξανά και ξανά απο κείνον τον γκρίζο, απόκρημνο βράχο.(gris nez)
Εκεί που τραγούδησες, ή ούρλιαξες τον πόνο σου και ένα αέρινο μαστίγιο, ξέρασε το τραγούδι σου πίσω. Στο πρόσωπο σου.
Ούτε η ασπίδα των δακρύων σου, δεν σε προφύλαξε.
Κι έλεγε το τραγούδι σου:

Μες στα νερά, η λάμψη τους εχάθη
Ή στα ουράνια, ή στης θάλασσας τα βάθη
Κλέψαν μιας νυχτερίδας τα φτερά
Ενός λυγμού την σκοτεινή δροσιά


Απλόχερα σαν χάριζαν, την άγρια ομορφιά τους
Της ίριδας τα χρώματα, λάμπαν την μοναξιά τους
Σκέψη δεν είχες δεύτερη και φόβο μην νυχτώσει
Μάτια απ΄ τον ήλιο πιο λαμπρά, ποιος τάχα θα σκοτώσει


Κι ήρθα παιδί, νυχτέρι εγώ του κόσμου
Μάτια σου είπα, δίχως ήλιο δώσμου
Μάτια σκοτεινιασμένα σαν κι εμένα
Μάτια της νύχτας, μα όχι μάτια ξένα

Αυτή την άδολη φωτιά, λευκή και μεταξένια
Της ίριδας τα χρώματα, ξεθώριασαν σβυσμένα
Σκέψη δεν είχες δεύτερη και φόβο μην νυχτώσει
Τα μάτια σου τα σκοτεινά μου είχες παραδώσει


Και τώρα που σκουρήνανε τα μάτια, άλλαξε και το χαμόγελό σου...
Ξεράθηκε σαν αυτό το λουλούδι, που κρατούσες για χρόνια σ΄ εκείνο το βιβλίο, να δείς πως το λέγανε, α ναι, Αισθηματική Αγωγή.
Και οι μνήμες σου, γίνανε πεταλούδες. Τις ψάχνεις απο Ιούνη μέχρι Σεπτέμβρη, κοντά στον Καλαμώνα της Ρόδου, με μια απόχη χωρίς δίχτυ.
Γιατί δεν θέλεις να τις φυλακίσεις. Να τις δείς θέλεις μόνο...
- Δεν είμαι τρελλή, επιμένεις.
- Απλά, να... Τα μάτια μου σκοτείνιασαν.
Και μ΄ αυτά τα λόγια, βγάζεις το ξερό σου χαμόγελο απο το βιβλίο.
Ευωδιάζει ο τόπος. Δεν θα χάσει ποτέ πια το άρωμα του.
Και λες ευτυχισμένη:
- Τα μάτια μου σκοτείνιασαν. Και μπορώ να αντικρύσω τον ήλιο χωρίς να τα κλείνω πια...
Έτσι, κρατώντας μια πεταλούδα στο χέρι σου, απομακρύνεσαι σιγοτραγουδώντας...

Μες στα νερά, η λάμψη τους εχάθη
Ή στα ουράνια, ή στης θάλασσας τα βάθη
Κλέψαν μιας νυχτερίδας τα φτερά
Ενός λυγμού την σκοτεινή δροσιά...